λαμπτῆρα

λαμπτῆρα
λαμπτήρ
stand
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… …   Dictionary of Greek

  • Σουάν Γιόζεφ Ουίλσον — (Swan). Άγγλος χημικός και ηλεκτροτεχνίτης (Σάντερλαντ 1828 Ουάρλιγκαμ 1914). Ήταν υπάλληλος σε εργοστάσιο χημικών προϊόντων στο Νιουκάσελ. Ο Σ. πρώτος χρησιμοποίησε το 1862 το «καρμπόν» και το χαρτί φωτογραφίας εμποτισμένο σε βρώμιο. Υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Η περιορισμένη ή ειδική σχετικότητα,— — Από τις πιο επαναστατικές συνέπειες των αξιωμάτων που διατυπώθηκαν είναι αναμφισβήτητα η ανάγκη της εγκατάλειψης της έννοιας του απόλυτου χρόνου. Για να καταλάβουμε πως φτάνουμε στο αποτέλεσμα αυτό, ας φανταστούμε μια υποθετική βάση, που… …   Dictionary of Greek

  • FENESTRA — ex Graeco φαινίςτρα, quod a verbo φανίζω; antiquis Fenestra et Festra, ex Graeco φαίςτρα itidem, quod a φαιςτὸς, perspicuus, lucidus: illuminandae domui inservit. Quo fine decorabantur olim ex speculari lapide, aut vitro in tenues laminas fuso,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άναμμα — το (Α ἄναμμα) [ἀνάπτω] νεοελλ. 1. το να ανάβει κανείς, να βάζει φωτιά, η ανάφλεξη 2. παροχή ρεύματος σε ηλεκτρική συσκευή ή λαμπτήρα 3. υψηλή θερμοκρασία, υπερβολική ζέστη 4. πυρετός 5. ο ανώτατος βαθμός μιας καταστάσεως, η ένταση 6. σεξουαλική… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 …   Dictionary of Greek

  • αχρωματισμός — Η άρση του χρωματικού σφάλματος, το οποίο οφείλεται στη διάθλαση του λευκού φωτός. Λευκό φως εννοούμε το ηλιακό φως, το φως του ηλεκτρικού λαμπτήρα, του βολταϊκού τόξου κλπ. Το λευκό φως αποτελείται από πολλά χρώματα (επτά είναι τα βασικά χρώματα …   Dictionary of Greek

  • βραχυκύκλωμα — Η σύνδεση των πόλων μιας ηλεκτρικής πηγής, υπολογίσιμης διαφοράς δυναμικού, με αγωγό αμελητέας ηλεκτρικής αντίστασης. Η λέξη έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και περιγράφει την αύξηση της έντασης του ρεύματος σε μια ηλεκτρική συσκευή ή εγκατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • εφευρίσκω — (ΑΜ ἐφευρίσκω, Α ιων. τ. ἐπευρίσκω) επινοώ κάτι το νέο, κάτι το άγνωστο, κάνω εφεύρεση (α. «ἐφεῡρε δ ἄστρων μέτρα», Σοφ. β. «ο Έντισον εφεύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα» γ. «εφευρίσκω τρόπο υπεκφυγής») αρχ. 1. βρίσκω, ανακαλύπτω («εἴ που ἐφεύροι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”